Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰδανόχροος
ἰδέ
ἰδέα
ἰδέρως
ἴδεσκον
ἴδη
Ἴδη
ἴδη2
ἴδηαι
Ἴδης
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιόγλωσσος
ἰδιογνωμονέω
ἰδιογνώμων
ἰδιογονία
View word page
ἰδιαζόντως
in a special

ShortDef

in a special

Debugging

Headword:
ἰδιαζόντως
Headword (normalized):
ἰδιαζόντως
Headword (normalized/stripped):
ιδιαζοντως
IDX:
42134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42135
Key:

Data

{'content': 'in a special'}