Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰδαῖος
ἰδάλιμος
ἰδανικός
ἰδανός
ἰδανόχροος
ἰδέ
ἰδέα
ἰδέρως
ἴδεσκον
ἴδη
Ἴδη
ἴδη2
ἴδηαι
Ἴδης
ἰδιαζόντως
ἰδιάζω
ἰδιασμός
ἰδιαστής
ἰδικός
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
View word page
Ἴδη
Ida

ShortDef

a timber-tree
Ida
sheen of metal

Debugging

Headword:
Ἴδη
Headword (normalized):
ἴδη
Headword (normalized/stripped):
ιδη
IDX:
42130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42131
Key:

Data

{'content': 'Ida'}