Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ιγʹ
ἴγδις
ἴγδισμα
ἰγδοκόπανον
ἰγκουιλῖνος
ἰγνύα
ἰγνύη
ιδʹ
Ἴδαιος
Ἰδαῖος
ἰδάλιμος
ἰδανικός
ἰδανός
ἰδανόχροος
ἰδέ
ἰδέα
ἰδέρως
ἴδεσκον
ἴδη
Ἴδη
ἴδη2
View word page
ἰδάλιμος
causing sweat

ShortDef

causing sweat

Debugging

Headword:
ἰδάλιμος
Headword (normalized):
ἰδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
ιδαλιμος
IDX:
42121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42122
Key:

Data

{'content': 'causing sweat'}