Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἶβις
ἰβίσκος
ἰβιών
ἰβύ
Ἰβύκειος
Ἰβύκινον
ἰβυκτήρ
ιγʹ
ἴγδις
ἴγδισμα
ἰγδοκόπανον
ἰγκουιλῖνος
ἰγνύα
ἰγνύη
ιδʹ
Ἴδαιος
Ἰδαῖος
ἰδάλιμος
ἰδανικός
ἰδανός
ἰδανόχροος
View word page
ἰγδοκόπανον
a pestle
ShortDef
a pestle
Debugging
Headword:
ἰγδοκόπανον
Headword (normalized):
ἰγδοκόπανον
Headword (normalized/stripped):
ιγδοκοπανον
IDX:
42114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42115
Key:
Data
{'content': 'a pestle'}