Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰβιοτάφος
ἶβις
ἰβίσκος
ἰβιών
ἰβύ
Ἰβύκειος
Ἰβύκινον
ἰβυκτήρ
ιγʹ
ἴγδις
ἴγδισμα
ἰγδοκόπανον
ἰγκουιλῖνος
ἰγνύα
ἰγνύη
ιδʹ
Ἴδαιος
Ἰδαῖος
ἰδάλιμος
ἰδανικός
ἰδανός
View word page
ἴγδισμα
pounding

ShortDef

pounding

Debugging

Headword:
ἴγδισμα
Headword (normalized):
ἴγδισμα
Headword (normalized/stripped):
ιγδισμα
IDX:
42113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42114
Key:

Data

{'content': 'pounding'}