Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἰβηρία
ἰβηρίς
ἰβιοβοσκός
ἰβιοπρόσωπος
ἰβιοστολιστής
ἰβιοταφεῖον
ἰβιοτάφος
ἶβις
ἰβίσκος
ἰβιών
ἰβύ
Ἰβύκειος
Ἰβύκινον
ἰβυκτήρ
ιγʹ
ἴγδις
ἴγδισμα
ἰγδοκόπανον
ἰγκουιλῖνος
ἰγνύα
ἰγνύη
View word page
ἰβύ
loudly
ShortDef
loudly
Debugging
Headword:
ἰβύ
Headword (normalized):
ἰβύ
Headword (normalized/stripped):
ιβυ
IDX:
42107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42108
Key:
Data
{'content': 'loudly'}