Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἴβη
Ἴβηρ
Ἰβηρία
ἰβηρίς
ἰβιοβοσκός
ἰβιοπρόσωπος
ἰβιοστολιστής
ἰβιοταφεῖον
ἰβιοτάφος
ἶβις
ἰβίσκος
ἰβιών
ἰβύ
Ἰβύκειος
Ἰβύκινον
ἰβυκτήρ
ιγʹ
ἴγδις
ἴγδισμα
ἰγδοκόπανον
ἰγκουιλῖνος
View word page
ἰβίσκος
hibiscus
ShortDef
hibiscus
Debugging
Headword:
ἰβίσκος
Headword (normalized):
ἰβίσκος
Headword (normalized/stripped):
ιβισκος
IDX:
42105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42106
Key:
Data
{'content': 'hibiscus'}