Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
Ἁλωιάς
ἁλωίτης
ἁλωνεύομαι
ἁλώνης
ἁλώνητος
View word page
ἀλώβητος
unblemished

ShortDef

unblemished

Debugging

Headword:
ἀλώβητος
Headword (normalized):
ἀλώβητος
Headword (normalized/stripped):
αλωβητος
IDX:
4209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4210
Key:

Data

{'content': 'unblemished'}