Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰαύω
ἰαφέτης
ἰαχά
ἰαχέω
ἰαχή
ἰάχημα
ἰαχρός
ἰάχω
ιβʹ
ἰβανατρίς
ἴβδης
ἴβη
Ἴβηρ
Ἰβηρία
ἰβηρίς
ἰβιοβοσκός
ἰβιοπρόσωπος
ἰβιοστολιστής
ἰβιοταφεῖον
ἰβιοτάφος
ἶβις
View word page
ἴβδης
cock
ShortDef
cock
Debugging
Headword:
ἴβδης
Headword (normalized):
ἴβδης
Headword (normalized/stripped):
ιβδης
IDX:
42094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42095
Key:
Data
{'content': 'cock'}