Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρίνη
ἰατροκλύστης
ἰατρολογέω
ἰατρολογία
ἰατρομαθηματικοί
ἰατρόμαια
ἰατρόμαντις
ἰατρονίκης
ἰατρός
ἰατροσοφιστής
ἰατροτέχνης
ἰατροτομεύς
ἰατροφιλόσοφος
ἰατταταί
ἰατταταῖ
ἰατύς
ἰαῦ
ἰαυθμός
ἰαυοῖ
View word page
ἰατρός
one who heals, a mediciner, physician

ShortDef

one who heals, a mediciner, physician

Debugging

Headword:
ἰατρός
Headword (normalized):
ἰατρός
Headword (normalized/stripped):
ιατρος
IDX:
42073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42074
Key:

Data

{'content': 'one who heals, a mediciner, physician'}