Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰάτρευμα
ἰάτρευσις
ἰατρευτέον
ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρίνη
ἰατροκλύστης
ἰατρολογέω
ἰατρολογία
ἰατρομαθηματικοί
ἰατρόμαια
ἰατρόμαντις
ἰατρονίκης
ἰατρός
ἰατροσοφιστής
ἰατροτέχνης
ἰατροτομεύς
ἰατροφιλόσοφος
ἰατταταί
ἰατταταῖ
ἰατύς
View word page
ἰατρόμαια
midwife
ShortDef
midwife
Debugging
Headword:
ἰατρόμαια
Headword (normalized):
ἰατρόμαια
Headword (normalized/stripped):
ιατρομαια
IDX:
42070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42071
Key:
Data
{'content': 'midwife'}