Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰᾶτον
ἰατορία
ἰατός
ἴατρα
ἰατραλείπτης
ἰατρεία
ἰατρεῖον
ἰάτρευμα
ἰάτρευσις
ἰατρευτέον
ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρίνη
ἰατροκλύστης
ἰατρολογέω
ἰατρολογία
ἰατρομαθηματικοί
ἰατρόμαια
ἰατρόμαντις
ἰατρονίκης
ἰατρός
View word page
ἰατρεύω
to treat medically, to cure
ShortDef
to treat medically, to cure
Debugging
Headword:
ἰατρεύω
Headword (normalized):
ἰατρεύω
Headword (normalized/stripped):
ιατρευω
IDX:
42063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42064
Key:
Data
{'content': 'to treat medically, to cure'}