Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰατέον
ἰατήρ
ἰατήριον
ἰατικός
ἰᾶτον
ἰατορία
ἰατός
ἴατρα
ἰατραλείπτης
ἰατρεία
ἰατρεῖον
ἰάτρευμα
ἰάτρευσις
ἰατρευτέον
ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρίνη
ἰατροκλύστης
ἰατρολογέω
ἰατρολογία
ἰατρομαθηματικοί
View word page
ἰατρεῖον
a surgery
ShortDef
a surgery
Debugging
Headword:
ἰατρεῖον
Headword (normalized):
ἰατρεῖον
Headword (normalized/stripped):
ιατρειον
IDX:
42059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42060
Key:
Data
{'content': 'a surgery'}