Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰαστιαιόλιος
Ἰασώ
Ἰάσων
ἰάτειρα
ἰατέον
ἰατήρ
ἰατήριον
ἰατικός
ἰᾶτον
ἰατορία
ἰατός
ἴατρα
ἰατραλείπτης
ἰατρεία
ἰατρεῖον
ἰάτρευμα
ἰάτρευσις
ἰατρευτέον
ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρίνη
View word page
ἰατός
curable

ShortDef

curable

Debugging

Headword:
ἰατός
Headword (normalized):
ἰατός
Headword (normalized/stripped):
ιατος
IDX:
42055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42056
Key:

Data

{'content': 'curable'}