Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
ἁλώδης
ἁλωεινός
Ἀλωεύς
ἀλωεύς
ἀλωή
View word page
ἀλφοπρόσωπος
white-faced

ShortDef

white-faced

Debugging

Headword:
ἀλφοπρόσωπος
Headword (normalized):
ἀλφοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
αλφοπροσωπος
IDX:
4204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4205
Key:

Data

{'content': 'white-faced'}