Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰαμβοειδής
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰαμβύκη
ἰαμβύλος
ἰαμβώδης
Ἰάν
ἰάνθινος
Ἰάνουκλον
ἰάομαι
Ἰαοναῦ
Ἰάονες
Ἰαόνιος
Ἰαπετιονίς
ἰαππαπαιάξ
ἰάπτω
ἰάπτω2
Ἰάπυγες
Ἰαπυγία
Ἰαπύγιος
View word page
ἰάομαι
to heal, cure

ShortDef

to heal, cure

Debugging

Headword:
ἰάομαι
Headword (normalized):
ἰάομαι
Headword (normalized/stripped):
ιαομαι
IDX:
42018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42019
Key:

Data

{'content': 'to heal, cure'}