Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰάλυσος
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβιστής
ἰαμβογράφος
ἰαμβοειδής
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰαμβύκη
ἰαμβύλος
ἰαμβώδης
View word page
ἰαμβίζω
to assail in iambics, to lampoon
ShortDef
to assail in iambics, to lampoon
Debugging
Headword:
ἰαμβίζω
Headword (normalized):
ἰαμβίζω
Headword (normalized/stripped):
ιαμβιζω
IDX:
42004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-42005
Key:
Data
{'content': 'to assail in iambics, to lampoon'}