Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
Ἁλῶα
ἁλωάς
ἀλώβητος
View word page
ἀλφιτόπωλις
flour seller (f.); (adj.)

ShortDef

flour seller (f.); (adj.)

Debugging

Headword:
ἀλφιτόπωλις
Headword (normalized):
ἀλφιτόπωλις
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοπωλις
IDX:
4199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4200
Key:

Data

{'content': 'flour seller (f.); (adj.)'}