Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
Ἰακχιαστής
Ἰάκχιος
Ἴακχος
Ἰακώβ
Ἰάκωβος
ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰάλυσος
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβιστής
ἰαμβογράφος
View word page
ἰαλεμώδης
like an ἰάλεμος, wretched

ShortDef

like an ἰάλεμος, wretched

Debugging

Headword:
ἰαλεμώδης
Headword (normalized):
ἰαλεμώδης
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμωδης
IDX:
41997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41998
Key:

Data

{'content': 'like an ἰάλεμος, wretched'}