Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰακχαγωγός
Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
Ἰακχιαστής
Ἰάκχιος
Ἴακχος
Ἰακώβ
Ἰάκωβος
ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰάλυσος
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβιστής
View word page
ἰάλεμος
a wail, lament, dirge

ShortDef

a wail, lament, dirge

Debugging

Headword:
ἰάλεμος
Headword (normalized):
ἰάλεμος
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμος
IDX:
41996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41997
Key:

Data

{'content': 'a wail, lament, dirge'}