Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἰάκχα
Ἰακχαγωγός
Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
Ἰακχιαστής
Ἰάκχιος
Ἴακχος
Ἰακώβ
Ἰάκωβος
ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰάλυσος
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
View word page
ἰαλεμίστρια
a wailing woman

ShortDef

a wailing woman

Debugging

Headword:
ἰαλεμίστρια
Headword (normalized):
ἰαλεμίστρια
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμιστρια
IDX:
41995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41996
Key:

Data

{'content': 'a wailing woman'}