Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἰακός
ἰάκχα
Ἰακχαγωγός
Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
Ἰακχιαστής
Ἰάκχιος
Ἴακχος
Ἰακώβ
Ἰάκωβος
ἰαλεμίζω
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰαλεμώδης
ἰάλλω
ἰαλτός
Ἰάλυσος
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
View word page
ἰαλεμίζω
bewail

ShortDef

bewail

Debugging

Headword:
ἰαλεμίζω
Headword (normalized):
ἰαλεμίζω
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμιζω
IDX:
41994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41995
Key:

Data

{'content': 'bewail'}