Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
ἀλφοπρόσωπος
ἀλφός
ἀλφώδης
View word page
ἀλφιτοποιός
preparer of ἄλφιτα

ShortDef

preparer of ἄλφιτα

Debugging

Headword:
ἀλφιτοποιός
Headword (normalized):
ἀλφιτοποιός
Headword (normalized/stripped):
αλφιτοποιος
IDX:
4196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4197
Key:

Data

{'content': 'preparer of ἄλφιτα'}