Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ι
ιʹ
ἰά
View word page
θωρηκτής
armed with breastplate

ShortDef

armed with breastplate

Debugging

Headword:
θωρηκτής
Headword (normalized):
θωρηκτής
Headword (normalized/stripped):
θωρηκτης
IDX:
41966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41967
Key:

Data

{'content': 'armed with breastplate'}