Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ι
View word page
Θώραξ
Thorax, commissioned Pythian 10

ShortDef

a breastplate, cuirass, corslet
Thorax, commissioned Pythian 10

Debugging

Headword:
Θώραξ
Headword (normalized):
θώραξ
Headword (normalized/stripped):
θωραξ
IDX:
41964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41965
Key:

Data

{'content': 'Thorax, commissioned Pythian 10'}