Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ἵ
View word page
θώραξ
a breastplate, cuirass, corslet
ShortDef
a breastplate, cuirass, corslet
Thorax, commissioned Pythian 10
Debugging
Headword:
θώραξ
Headword (normalized):
θώραξ
Headword (normalized/stripped):
θωραξ
IDX:
41963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41964
Key:
Data
{'content': 'a breastplate, cuirass, corslet'}