Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
View word page
θωρακοφόρος
wearing a breastplate, a cuirassier

ShortDef

wearing a breastplate, a cuirassier

Debugging

Headword:
θωρακοφόρος
Headword (normalized):
θωρακοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θωρακοφορος
IDX:
41962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41963
Key:

Data

{'content': 'wearing a breastplate, a cuirassier'}