Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
θώρηξις
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
View word page
θωρακοποιός
breastplate maker

ShortDef

breastplate maker

Debugging

Headword:
θωρακοποιός
Headword (normalized):
θωρακοποιός
Headword (normalized/stripped):
θωρακοποιος
IDX:
41960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41961
Key:

Data

{'content': 'breastplate maker'}