Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
θωράσσω
θωρηκτής
View word page
θωρακίτης
soldier with breast-armour only
ShortDef
soldier with breast-armour only
Debugging
Headword:
θωρακίτης
Headword (normalized):
θωρακίτης
Headword (normalized/stripped):
θωρακιτης
IDX:
41956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41957
Key:
Data
{'content': 'soldier with breast-armour only'}