Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
Θώραξ
View word page
θωράκιον
breastwork, parapet

ShortDef

breastwork, parapet

Debugging

Headword:
θωράκιον
Headword (normalized):
θωράκιον
Headword (normalized/stripped):
θωρακιον
IDX:
41954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41955
Key:

Data

{'content': 'breastwork, parapet'}