Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
View word page
θωρακικός
suffering in the chest

ShortDef

suffering in the chest

Debugging

Headword:
θωρακικός
Headword (normalized):
θωρακικός
Headword (normalized/stripped):
θωρακικος
IDX:
41953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41954
Key:

Data

{'content': 'suffering in the chest'}