Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
View word page
θωρακίζω
to arm with a breastplate

ShortDef

to arm with a breastplate

Debugging

Headword:
θωρακίζω
Headword (normalized):
θωρακίζω
Headword (normalized/stripped):
θωρακιζω
IDX:
41952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41953
Key:

Data

{'content': 'to arm with a breastplate'}