Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
θωρακοζώνη
θωρακοί
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
View word page
θωρακεῖον
a breast-work
ShortDef
a breast-work
Debugging
Headword:
θωρακεῖον
Headword (normalized):
θωρακεῖον
Headword (normalized/stripped):
θωρακειον
IDX:
41951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41952
Key:
Data
{'content': 'a breast-work'}