Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
ἀλφιτοφάγος
ἀλφιτόχρως
Ἀλφιτώ
ἀλφοπρόσωπος
View word page
ἄλφιτον
barley groats
ShortDef
barley groats
Debugging
Headword:
ἄλφιτον
Headword (normalized):
ἄλφιτον
Headword (normalized/stripped):
αλφιτον
IDX:
4194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4195
Key:
Data
{'content': 'barley groats'}