Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
θωρακίτης
θωρακοειδής
View word page
θωπευτικός
disposed to flatter, fawning
ShortDef
disposed to flatter, fawning
Debugging
Headword:
θωπευτικός
Headword (normalized):
θωπευτικός
Headword (normalized/stripped):
θωπευτικος
IDX:
41947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41948
Key:
Data
{'content': 'disposed to flatter, fawning'}