Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
θωρακισμός
View word page
θώπευμα
a piece of flattery

ShortDef

a piece of flattery

Debugging

Headword:
θώπευμα
Headword (normalized):
θώπευμα
Headword (normalized/stripped):
θωπευμα
IDX:
41945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41946
Key:

Data

{'content': 'a piece of flattery'}