Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακικός
θωράκιον
View word page
θωπεία
flattery, adulation
ShortDef
flattery, adulation
Debugging
Headword:
θωπεία
Headword (normalized):
θωπεία
Headword (normalized/stripped):
θωπεια
IDX:
41944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41945
Key:
Data
{'content': 'flattery, adulation'}