Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυωρός
θωάζω
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
θωρακεῖον
θωρακίζω
View word page
Θών
Thon

ShortDef

Thon

Debugging

Headword:
Θών
Headword (normalized):
θών
Headword (normalized/stripped):
θων
IDX:
41942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41943
Key:

Data

{'content': 'Thon'}