Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
θωπικός
θώπτω
View word page
θωμίζω
whip, scourge
ShortDef
whip, scourge
Debugging
Headword:
θωμίζω
Headword (normalized):
θωμίζω
Headword (normalized/stripped):
θωμιζω
IDX:
41940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41941
Key:
Data
{'content': 'whip, scourge'}