Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Θυώνη
θυώνη
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
θωπεύω
View word page
θωμεύω
heap up
ShortDef
heap up
Debugging
Headword:
θωμεύω
Headword (normalized):
θωμεύω
Headword (normalized/stripped):
θωμευω
IDX:
41938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41939
Key:
Data
{'content': 'heap up'}