Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύωμα
Θυώνη
θυώνη
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
Θών
θωός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπευτικός
View word page
θῶκος
seat

ShortDef

seat

Debugging

Headword:
θῶκος
Headword (normalized):
θῶκος
Headword (normalized/stripped):
θωκος
IDX:
41937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41938
Key:

Data

{'content': 'seat'}