Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θύτης
θυτικός
θῦψις
θύω
θύω2
θυώδης
θύωμα
Θυώνη
θυώνη
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
θωή
θωίασις
θωκίζω
θῶκος
θωμεύω
θῶμιγξ
θωμίζω
θωμός
View word page
θυωρίτης
an examiner
ShortDef
an examiner
Debugging
Headword:
θυωρίτης
Headword (normalized):
θυωρίτης
Headword (normalized/stripped):
θυωριτης
IDX:
41931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41932
Key:
Data
{'content': 'an examiner'}