Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτέος
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θυτικός
θῦψις
θύω
θύω2
θυώδης
θύωμα
Θυώνη
θυώνη
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
θωή
View word page
θύω
to sacrifice

ShortDef

to sacrifice
rage, seethe

Debugging

Headword:
θύω
Headword (normalized):
θύω
Headword (normalized/stripped):
θυω
IDX:
41924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41925
Key:

Data

{'content': 'to sacrifice'}