Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυσμικός
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτέος
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θυτικός
θῦψις
θύω
θύω2
θυώδης
θύωμα
Θυώνη
θυώνη
θυωρίς
θυωρίτης
θυωρός
θωάζω
View word page
θῦψις
burning

ShortDef

burning

Debugging

Headword:
θῦψις
Headword (normalized):
θῦψις
Headword (normalized/stripped):
θυψις
IDX:
41923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41924
Key:

Data

{'content': 'burning'}