Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θυσμικός
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτέος
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
θυτικός
View word page
θύσις
raging

ShortDef

raging

Debugging

Headword:
θύσις
Headword (normalized):
θύσις
Headword (normalized/stripped):
θυσις
IDX:
41912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41913
Key:

Data

{'content': 'raging'}