Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θυσμικός
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτέος
θυτήρ
θυτήριον
θύτης
View word page
θυσιουργός
sacrificer, slaughterer

ShortDef

sacrificer, slaughterer

Debugging

Headword:
θυσιουργός
Headword (normalized):
θυσιουργός
Headword (normalized/stripped):
θυσιουργος
IDX:
41911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41912
Key:

Data

{'content': 'sacrificer, slaughterer'}