Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θυσμικός
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
θυτέος
θυτήρ
View word page
θυσιαστής
a sacrificer
ShortDef
a sacrificer
Debugging
Headword:
θυσιαστής
Headword (normalized):
θυσιαστής
Headword (normalized/stripped):
θυσιαστης
IDX:
41909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41910
Key:
Data
{'content': 'a sacrificer'}