Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφή
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
ἀλφιτόπωλις
ἀλφιτοσιτέω
View word page
ἀλφιτηρός
of/belonging to barley-groats

ShortDef

of/belonging to barley-groats

Debugging

Headword:
ἀλφιτηρός
Headword (normalized):
ἀλφιτηρός
Headword (normalized/stripped):
αλφιτηρος
IDX:
4190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4191
Key:

Data

{'content': 'of/belonging to barley-groats'}