Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
θυσμικός
θυστάς
θυστήριον
θυτεῖον
θυτέον
View word page
θυσιαστήριον
an altar
ShortDef
an altar
Debugging
Headword:
θυσιαστήριον
Headword (normalized):
θυσιαστήριον
Headword (normalized/stripped):
θυσιαστηριον
IDX:
41907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41908
Key:
Data
{'content': 'an altar'}