Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
θύσις
View word page
θύσθεν
outside
ShortDef
outside
Debugging
Headword:
θύσθεν
Headword (normalized):
θύσθεν
Headword (normalized/stripped):
θυσθεν
IDX:
41902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41903
Key:
Data
{'content': 'outside'}